κολπος

κολπος
    κόλπος
    ὅ тж. pl.
    1) грудь
    

(παῖδα ἐπὴ κόλπον ἔχειν Hom.; δάκρυσι κόλπους τέγγειν Aesch.)

    2) женское лоно, чрево, утроба
    

(ἐν κόλποις Λήδας Eur.)

    οἱ γυναικεῖοι κόλποι Sext. = ὑστέρα

    3) анат. складка, пазуха
    

(τῆς κοιλίας Arst.)

    4) складки платья (на груди), пазуха
    

(τοῦ χιτῶνος Her.; πεπλώματος Aesch.; κρύπτειν τι κόλποις Pind.; ἐνθέσθαι τι εἰς τὸν κόλπον Plut.)

    5) перен. лоно, пучина
    

(θαλάσσης, ἁλός Hom.; αἰθέρος Pind.; Ἐρέβους Arph.)

    6) залив, бухта
    

(βαθύς Hom.; Μηλιεύς Aesch.; Ἰνδικός Arst.)

    κ. Ῥέας Aesch. — залив Реи, т.е. Ионическое море

    7) долина, лощина
    

(Νεμέας Pind.)

    Ἑλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις Soph. — в долинах Део (т.е. Деметры) Элевсинской


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "κολπος" в других словарях:

  • κόλπος — κόλπος, ο και κόρφος, ο 1. στήθος. 2. αγκαλιά: Την έσφιξε στους κόλπους του. 3. περιβάλλον: Γύρισε στους κόλπους της οικογένειάς της. 4. τμήμα θάλασσας που μπαίνει βαθιά στην ξηρά: Έχουν αγκυροβολήσει στον Κορινθιακό κόλπο. 5. συμφόρηση, νταμπλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλπος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • Κόλπος Ορφανού — Sp Strimòno įlanka Ap Στρυμονικός Κόλπος/Strymonikos Kolpos Sp Orfãno įlanka Ap Κόλπος Ορφανού/Kolpos Orfanou L Egėjo j., ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Άγιου Όρους — Sp Ãgios Òro įlanka Ap Κόλπος Άγιου Όρους/Kolpos Agiou Orous L Egėjo j., ŠR Graikija (Chalkidikė) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Ιερισσού — Sp Jeriso įlanka Ap Κόλπος Ιερισσού/Kolpos Ierissou L prie Chalkidikės r krantų, ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Κισσάμοu — Sp Kisãmo įlanka Ap Κόλπος Κισσάμοu/Kolpos Kissamou L prie Kretos š vakarų, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Σούδαs — Sp Sùdos įlanka Ap Κόλπος Σούδαs/Kolpos Soudas L Egėjo j., Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… …   Dictionary of Greek

  • Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»